Inherited from Ancient Greek προστάσσω (prostássō).[1] By surface analysis, προσ- (pros-) + τάζω (tázo).
προστάζω • (prostázo) (past πρόσταξα, passive προστάζομαι, p‑past προστάχτηκα, ppp προσταγμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προστάζω | προστάξω | προστάζομαι | προσταχτώ |
2 sg | προστάζεις | προστάξεις | προστάζεσαι | προσταχτείς |
3 sg | προστάζει | προστάξει | προστάζεται | προσταχτεί |
1 pl | προστάζουμε, [‑ομε] | προστάξουμε, [‑ομε] | προσταζόμαστε | προσταχτούμε |
2 pl | προστάζετε | προστάξετε | προστάζεστε, προσταζόσαστε | προσταχτείτε |
3 pl | προστάζουν(ε) | προστάξουν(ε) | προστάζονται | προσταχτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πρόσταζα | πρόσταξα | προσταζόμουν(α) | προστάχτηκα |
2 sg | πρόσταζες | πρόσταξες | προσταζόσουν(α) | προστάχτηκες |
3 sg | πρόσταζε | πρόσταξε | προσταζόταν(ε) | προστάχτηκε |
1 pl | προστάζαμε | προστάξαμε | προσταζόμασταν, (‑όμαστε) | προσταχτήκαμε |
2 pl | προστάζατε | προστάξατε | προσταζόσασταν, (‑όσαστε) | προσταχτήκατε |
3 pl | πρόσταζαν, προστάζαν(ε) | πρόσταξαν, προστάξαν(ε) | προστάζονταν, (προσταζόντουσαν) | προστάχτηκαν, προσταχτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προστάζω ➤ | θα προστάξω ➤ | θα προστάζομαι ➤ | θα προσταχτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προστάζεις, … | θα προστάξεις, … | θα προστάζεσαι, … | θα προσταχτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προστάξει έχω, έχεις, … προσταγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προσταχτεί είμαι, είσαι, … προσταγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προστάξει είχα, είχες, … προσταγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προσταχτεί ήμουν, ήσουν, … προσταγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προστάξει θα έχω, θα έχεις, … προσταγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προσταχτεί θα είμαι, θα είσαι, … προσταγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πρόσταζε | πρόσταξε | — | προστάξου |
2 pl | προστάζετε | προστάξτε | προστάζεστε | προσταχτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προστάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προστάξει ➤ | προσταγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προστάξει | προσταχτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||