πτωχικός • (ptochikós) m (feminine πτωχικόή, neuter πτωχικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πτωχικός • | πτωχική • | πτωχικό • | πτωχικοί • | πτωχικές • | πτωχικά • |
genitive | πτωχικού • | πτωχικής • | πτωχικού • | πτωχικών • | πτωχικών • | πτωχικών • |
accusative | πτωχικό • | πτωχική • | πτωχικό • | πτωχικούς • | πτωχικές • | πτωχικά • |
vocative | πτωχικέ • | πτωχική • | πτωχικό • | πτωχικοί • | πτωχικές • | πτωχικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πτωχικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πτωχικός, etc.) |