ρατσιστικός • (ratsistikós) m (feminine ρατσιστική, neuter ρατσιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ρατσιστικός (ratsistikós) | ρατσιστική (ratsistikí) | ρατσιστικό (ratsistikó) | ρατσιστικοί (ratsistikoí) | ρατσιστικές (ratsistikés) | ρατσιστικά (ratsistiká) | |
genitive | ρατσιστικού (ratsistikoú) | ρατσιστικής (ratsistikís) | ρατσιστικού (ratsistikoú) | ρατσιστικών (ratsistikón) | ρατσιστικών (ratsistikón) | ρατσιστικών (ratsistikón) | |
accusative | ρατσιστικό (ratsistikó) | ρατσιστική (ratsistikí) | ρατσιστικό (ratsistikó) | ρατσιστικούς (ratsistikoús) | ρατσιστικές (ratsistikés) | ρατσιστικά (ratsistiká) | |
vocative | ρατσιστικέ (ratsistiké) | ρατσιστική (ratsistikí) | ρατσιστικό (ratsistikó) | ρατσιστικοί (ratsistikoí) | ρατσιστικές (ratsistikés) | ρατσιστικά (ratsistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρατσιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρατσιστικός, etc.)