στιγμιαίος • (stigmiaíos) m (feminine στιγμιαία, neuter στιγμιαίο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στιγμιαίος (stigmiaíos) | στιγμιαία (stigmiaía) | στιγμιαίο (stigmiaío) | στιγμιαίοι (stigmiaíoi) | στιγμιαίες (stigmiaíes) | στιγμιαία (stigmiaía) | |
genitive | στιγμιαίου (stigmiaíou) | στιγμιαίας (stigmiaías) | στιγμιαίου (stigmiaíou) | στιγμιαίων (stigmiaíon) | στιγμιαίων (stigmiaíon) | στιγμιαίων (stigmiaíon) | |
accusative | στιγμιαίο (stigmiaío) | στιγμιαία (stigmiaía) | στιγμιαίο (stigmiaío) | στιγμιαίους (stigmiaíous) | στιγμιαίες (stigmiaíes) | στιγμιαία (stigmiaía) | |
vocative | στιγμιαίε (stigmiaíe) | στιγμιαία (stigmiaía) | στιγμιαίο (stigmiaío) | στιγμιαίοι (stigmiaíoi) | στιγμιαίες (stigmiaíes) | στιγμιαία (stigmiaía) |