συγκριτικός • (sygkritikós) m (feminine συγκριτική, neuter συγκριτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συγκριτικός (sygkritikós) | συγκριτική (sygkritikí) | συγκριτικό (sygkritikó) | συγκριτικοί (sygkritikoí) | συγκριτικές (sygkritikés) | συγκριτικά (sygkritiká) | |
genitive | συγκριτικού (sygkritikoú) | συγκριτικής (sygkritikís) | συγκριτικού (sygkritikoú) | συγκριτικών (sygkritikón) | συγκριτικών (sygkritikón) | συγκριτικών (sygkritikón) | |
accusative | συγκριτικό (sygkritikó) | συγκριτική (sygkritikí) | συγκριτικό (sygkritikó) | συγκριτικούς (sygkritikoús) | συγκριτικές (sygkritikés) | συγκριτικά (sygkritiká) | |
vocative | συγκριτικέ (sygkritiké) | συγκριτική (sygkritikí) | συγκριτικό (sygkritikó) | συγκριτικοί (sygkritikoí) | συγκριτικές (sygkritikés) | συγκριτικά (sygkritiká) |
συγκριτικός • (sygkritikós) m (plural συγκριτικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκριτικός (sygkritikós) | συγκριτικοί (sygkritikoí) |
genitive | συγκριτικού (sygkritikoú) | συγκριτικών (sygkritikón) |
accusative | συγκριτικό (sygkritikó) | συγκριτικούς (sygkritikoús) |
vocative | συγκριτικέ (sygkritiké) | συγκριτικοί (sygkritikoí) |