συμπαθητικός • (sympathitikós) m (feminine συμπαθητική, neuter συμπαθητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμπαθητικός (sympathitikós) | συμπαθητική (sympathitikí) | συμπαθητικό (sympathitikó) | συμπαθητικοί (sympathitikoí) | συμπαθητικές (sympathitikés) | συμπαθητικά (sympathitiká) | |
genitive | συμπαθητικού (sympathitikoú) | συμπαθητικής (sympathitikís) | συμπαθητικού (sympathitikoú) | συμπαθητικών (sympathitikón) | συμπαθητικών (sympathitikón) | συμπαθητικών (sympathitikón) | |
accusative | συμπαθητικό (sympathitikó) | συμπαθητική (sympathitikí) | συμπαθητικό (sympathitikó) | συμπαθητικούς (sympathitikoús) | συμπαθητικές (sympathitikés) | συμπαθητικά (sympathitiká) | |
vocative | συμπαθητικέ (sympathitiké) | συμπαθητική (sympathitikí) | συμπαθητικό (sympathitikó) | συμπαθητικοί (sympathitikoí) | συμπαθητικές (sympathitikés) | συμπαθητικά (sympathitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπαθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπαθητικός, etc.)