Hello, you have come here looking for the meaning of the word
συνοδεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
συνοδεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
συνοδεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
συνοδεύω you have here. The definition of the word
συνοδεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
συνοδεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek συνοδεύω (sunodeúō, “to travel in company”) with semantic loan from French accompagner.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /si.noˈðe.vo/
- Hyphenation: συ‧νο‧δεύ‧ω
Verb
συνοδεύω • (synodévo) (past συνόδεψα, passive συνοδεύομαι)
- to accompany, go with, escort, chaperone
Ένα ποτήρι καλό κόκκινο κρασί συνοδεύει κάθε μας επιθυμία.- Éna potíri kaló kókkino krasí synodévei káthe mas epithymía.
- A glass of good red wine accompanies our every desire.
Conjugation
συνοδεύω συνοδεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
συνοδεύω
|
συνοδεύσω, συνοδέψω1
|
συνοδεύομαι
|
συνοδευθώ, συνοδευτώ
|
2 sg
|
συνοδεύεις
|
συνοδεύσεις, συνοδέψεις
|
συνοδεύεσαι
|
συνοδευθείς, συνοδευτείς
|
3 sg
|
συνοδεύει
|
συνοδεύσει, συνοδέψει
|
συνοδεύεται
|
συνοδευθεί, συνοδευτεί
|
|
1 pl
|
συνοδεύουμε, [‑ομε]
|
συνοδεύσουμε, [‑ομε], συνοδέψουμε, [‑ομε]
|
συνοδευόμαστε
|
συνοδευθούμε, συνοδευτούμε
|
2 pl
|
συνοδεύετε
|
συνοδεύσετε, συνοδέψετε
|
συνοδεύεστε, συνοδευόσαστε
|
συνοδευθείτε, συνοδευτείτε
|
3 pl
|
συνοδεύουν(ε)
|
συνοδεύσουν(ε), συνοδέψουν(ε)
|
συνοδεύονται
|
συνοδευθούν(ε), συνοδευτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
συνόδευα
|
συνόδευσα, συνόδεψα1
|
συνοδευόμουν(α)
|
συνοδεύθηκα, συνοδεύτηκα
|
2 sg
|
συνόδευες
|
συνόδευσες, συνόδεψες
|
συνοδευόσουν(α)
|
συνοδεύθηκες, συνοδεύτηκες
|
3 sg
|
συνόδευε
|
συνόδευσε, συνόδεψε
|
συνοδευόταν(ε)
|
συνοδεύθηκε, συνοδεύτηκε
|
|
1 pl
|
συνοδεύαμε
|
συνοδεύσαμε, συνοδέψαμε
|
συνοδευόμασταν, (‑όμαστε)
|
συνοδευθήκαμε, συνοδευτήκαμε
|
2 pl
|
συνοδεύατε
|
συνοδεύσατε, συνοδέψατε
|
συνοδευόσασταν, (‑όσαστε)
|
συνοδευθήκατε, συνοδευτήκατε
|
3 pl
|
συνόδευαν, συνοδεύαν(ε)
|
συνόδευσαν, συνοδεύσαν(ε), συνόδεψαν
|
συνοδεύονταν, (συνοδευόντουσαν)
|
συνοδεύθηκαν, συνοδευθήκαν(ε), συνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα συνοδεύω ➤
|
θα συνοδεύσω / συνοδέψω ➤
|
θα συνοδεύομαι ➤
|
θα συνοδευθώ / συνοδευτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα συνοδεύεις, …
|
θα συνοδεύσεις / συνοδέψεις, …
|
θα συνοδεύεσαι, …
|
θα συνοδευθείς / συνοδευτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … συνοδεύσει / συνοδέψει έχω, έχεις, … συνοδευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … συνοδευθεί / συνοδευτεί είμαι, είσαι, … συνοδευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … συνοδεύσει / συνοδέψει είχα, είχες, … συνοδευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … συνοδευθεί / συνοδευτεί ήμουν, ήσουν, … συνοδευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συνοδεύσει / συνοδέψει θα έχω, θα έχεις, … συνοδευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … συνοδευθεί / συνοδευτεί θα είμαι, θα είσαι, … συνοδευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
συνόδευε
|
συνόδευσε, συνόδεψε / συνόδευ' 2
|
—
|
συνοδεύσου, συνοδέψου
|
2 pl
|
συνοδεύετε
|
συνοδεύστε, συνοδέψτε / συνοδεύτε3
|
συνοδεύεστε
|
συνοδευθείτε, συνοδευτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
συνοδεύοντας ➤
|
συνοδευόμενος, -η, -ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας συνοδεύσει / συνοδέψει ➤
|
συνοδευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
συνοδεύσει, συνοδέψει
|
συνοδευθεί, συνοδευτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The active forms with < ψ > are less formal. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. συνόδευ' τον ("accompany him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References