|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
συντομεύω
|
συντομέψω, συντομεύσω
|
συντομεύομαι
|
συντομευτώ, συντομευθώ
|
2 sg
|
συντομεύεις
|
συντομέψεις, συντομεύσεις
|
συντομεύεσαι
|
συντομευτείς, συντομευθείς
|
3 sg
|
συντομεύει
|
συντομέψει, συντομεύσει
|
συντομεύεται
|
συντομευτεί, συντομευθεί
|
|
1 pl
|
συντομεύουμε, [‑ομε]
|
συντομέψουμε, [‑ομε], συντομεύσουμε, [‑ομε]
|
συντομευόμαστε
|
συντομευτούμε, συντομευθούμε
|
2 pl
|
συντομεύετε
|
συντομέψετε, συντομεύσετε
|
συντομεύεστε, συντομευόσαστε
|
συντομευτείτε, συντομευθείτε
|
3 pl
|
συντομεύουν(ε)
|
συντομέψουν(ε), συντομεύσουν(ε)
|
συντομεύονται
|
συντομευτούν(ε), συντομευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
συντόμευα
|
συντόμεψα, συντόμευσα
|
συντομευόμουν(α)
|
συντομεύτηκα, συντομεύθηκα
|
2 sg
|
συντόμευες
|
συντόμεψες, συντόμευσες
|
συντομευόσουν(α)
|
συντομεύτηκες, συντομεύθηκες
|
3 sg
|
συντόμευε
|
συντόμεψε, συντόμευσε
|
συντομευόταν(ε)
|
συντομεύτηκε, συντομεύθηκε
|
|
1 pl
|
συντομεύαμε
|
συντομέψαμε, συντομεύσαμε
|
συντομευόμασταν, (‑όμαστε)
|
συντομευτήκαμε, συντομευθήκαμε
|
2 pl
|
συντομεύατε
|
συντομέψατε, συντομεύσατε
|
συντομευόσασταν, (‑όσαστε)
|
συντομευτήκατε, συντομευθήκατε
|
3 pl
|
συντόμευαν, συντομεύαν(ε)
|
συντόμεψαν, συντομέψαν(ε), συντόμευσαν
|
συντομεύονταν, (συντομευόντουσαν)
|
συντομεύτηκαν, συντομευτήκαν(ε), συντομεύθηκαν, συντομευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα συντομεύω ➤
|
θα συντομέψω / συντομεύσω ➤
|
θα συντομεύομαι ➤
|
θα συντομευτώ / συντομευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα συντομεύεις, …
|
θα συντομέψεις / συντομεύσεις, …
|
θα συντομεύεσαι, …
|
θα συντομευτείς / συντομευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … συντομέψει / συντομεύσει έχω, έχεις, … συντομευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … συντομευτεί / συντομευθεί είμαι, είσαι, … συντομευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … συντομέψει / συντομεύσει είχα, είχες, … συντομευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … συντομευτεί / συντομευθεί ήμουν, ήσουν, … συντομευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συντομέψει / συντομεύσει θα έχω, θα έχεις, … συντομευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … συντομευτεί / συντομευθεί θα είμαι, θα είσαι, … συντομευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
συντόμευε
|
συντόμεψε / συντόμευ' 1, συντόμευσε
|
—
|
συντομέψου, συντομεύσου
|
2 pl
|
συντομεύετε
|
συντομέψτε / συντομεύτε2, συντομεύστε
|
συντομεύεστε
|
συντομευτείτε, συντομευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
συντομεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας συντομέψει / συντομεύσει ➤
|
συντομευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
συντομέψει, συντομεύσει
|
συντομευτεί, συντομευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. συντόμευ' το ("shorten it!"). 2. Colloquial. • The active -ευσ- and the passive -ευθ- types are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|