From Ancient Greek τεράστιος (terástios), from τέρας (téras).
τεράστιος • (terástios) m (feminine τεράστια, neuter τεράστιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τεράστιος (terástios) | τεράστια (terástia) | τεράστιο (terástio) | τεράστιοι (terástioi) | τεράστιες (terásties) | τεράστια (terástia) | |
genitive | τεράστιου (terástiou) | τεράστιας (terástias) | τεράστιου (terástiou) | τεράστιων (terástion) | τεράστιων (terástion) | τεράστιων (terástion) | |
accusative | τεράστιο (terástio) | τεράστια (terástia) | τεράστιο (terástio) | τεράστιους (terástious) | τεράστιες (terásties) | τεράστια (terástia) | |
vocative | τεράστιε (terástie) | τεράστια (terástia) | τεράστιο (terástio) | τεράστιοι (terástioi) | τεράστιες (terásties) | τεράστια (terástia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεράστιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεράστιος, etc.)