From Ancient Greek τέχνη (tékhnē, “craft, skill, art”).
τεχνητός • (technitós) m (feminine τεχνητή, neuter τεχνητό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τεχνητός (technitós) | τεχνητή (technití) | τεχνητό (technitó) | τεχνητοί (technitoí) | τεχνητές (technités) | τεχνητά (technitá) | |
genitive | τεχνητού (technitoú) | τεχνητής (technitís) | τεχνητού (technitoú) | τεχνητών (technitón) | τεχνητών (technitón) | τεχνητών (technitón) | |
accusative | τεχνητό (technitó) | τεχνητή (technití) | τεχνητό (technitó) | τεχνητούς (technitoús) | τεχνητές (technités) | τεχνητά (technitá) | |
vocative | τεχνητέ (technité) | τεχνητή (technití) | τεχνητό (technitó) | τεχνητοί (technitoí) | τεχνητές (technités) | τεχνητά (technitá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεχνητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεχνητός, etc.)