Learned borrowing from French téléphonique or English telephonic. By surface analysis, τηλέφων(ο) (tiléfon(o)) + -ικός (-ikós).[1]
τηλεφωνικός • (tilefonikós) m (feminine τηλεφωνική, neuter τηλεφωνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τηλεφωνικός (tilefonikós) | τηλεφωνική (tilefonikí) | τηλεφωνικό (tilefonikó) | τηλεφωνικοί (tilefonikoí) | τηλεφωνικές (tilefonikés) | τηλεφωνικά (tilefoniká) | |
genitive | τηλεφωνικού (tilefonikoú) | τηλεφωνικής (tilefonikís) | τηλεφωνικού (tilefonikoú) | τηλεφωνικών (tilefonikón) | τηλεφωνικών (tilefonikón) | τηλεφωνικών (tilefonikón) | |
accusative | τηλεφωνικό (tilefonikó) | τηλεφωνική (tilefonikí) | τηλεφωνικό (tilefonikó) | τηλεφωνικούς (tilefonikoús) | τηλεφωνικές (tilefonikés) | τηλεφωνικά (tilefoniká) | |
vocative | τηλεφωνικέ (tilefoniké) | τηλεφωνική (tilefonikí) | τηλεφωνικό (tilefonikó) | τηλεφωνικοί (tilefonikoí) | τηλεφωνικές (tilefonikés) | τηλεφωνικά (tilefoniká) |