From Byzantine Greek τραγουδιστής (tragoudistḗs), equivalent to τραγούδι (tragoúdi, “song”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”).
τραγουδιστής • (tragoudistís) m (plural τραγουδιστές, feminine τραγουδίστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τραγουδιστής (tragoudistís) | τραγουδιστές (tragoudistés) |
genitive | τραγουδιστή (tragoudistí) | τραγουδιστών (tragoudistón) |
accusative | τραγουδιστή (tragoudistí) | τραγουδιστές (tragoudistés) |
vocative | τραγουδιστή (tragoudistí) | τραγουδιστές (tragoudistés) |