From τρίγωνον (trígōnon, “triangle”) + -μετρία (-metría, “measure”), from μέτρον (métron, “measurement”) + -ια (-ia, “-y”).
τριγωνομετρία • (trigonometría) f (plural τριγωνομετρίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τριγωνομετρία (trigonometría) | τριγωνομετρίες (trigonometríes) |
genitive | τριγωνομετρίας (trigonometrías) | τριγωνομετριών (trigonometrión) |
accusative | τριγωνομετρία (trigonometría) | τριγωνομετρίες (trigonometríes) |
vocative | τριγωνομετρία (trigonometría) | τριγωνομετρίες (trigonometríes) |