υπερθετικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word υπερθετικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word υπερθετικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say υπερθετικός in singular and plural. Everything you need to know about the word υπερθετικός you have here. The definition of the word υπερθετικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofυπερθετικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

υπερθετικός (yperthetikósm (feminine υπερθετική, neuter υπερθετικό)

  1. (grammar) superlative
    υπερθετικός βαθμός του επιθέτου (the superlative degree of the adjective)

Declension

Declension of υπερθετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερθετικός (yperthetikós) υπερθετική (yperthetikí) υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικοί (yperthetikoí) υπερθετικές (yperthetikés) υπερθετικά (yperthetiká)
genitive υπερθετικού (yperthetikoú) υπερθετικής (yperthetikís) υπερθετικού (yperthetikoú) υπερθετικών (yperthetikón) υπερθετικών (yperthetikón) υπερθετικών (yperthetikón)
accusative υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετική (yperthetikí) υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικούς (yperthetikoús) υπερθετικές (yperthetikés) υπερθετικά (yperthetiká)
vocative υπερθετικέ (yperthetiké) υπερθετική (yperthetikí) υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικοί (yperthetikoí) υπερθετικές (yperthetikés) υπερθετικά (yperthetiká)

See also

Noun

υπερθετικός (yperthetikósm (plural υπερθετικοί)

  1. superlative
    ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)

Declension

Declension of υπερθετικός
singular plural
nominative υπερθετικός (yperthetikós) υπερθετικοί (yperthetikoí)
genitive υπερθετικού (yperthetikoú) υπερθετικών (yperthetikón)
accusative υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικούς (yperthetikoús)
vocative υπερθετικέ (yperthetiké) υπερθετικοί (yperthetikoí)