From υποκείμενο (ypokeímeno, “subject”) + -ικός (-ikós).
υποκειμενικός • (ypokeimenikós) m (feminine υποκειμενική, neuter υποκειμενικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποκειμενικός • | υποκειμενική • | υποκειμενικό • | υποκειμενικοί • | υποκειμενικές • | υποκειμενικά • |
genitive | υποκειμενικού • | υποκειμενικής • | υποκειμενικού • | υποκειμενικών • | υποκειμενικών • | υποκειμενικών • |
accusative | υποκειμενικό • | υποκειμενική • | υποκειμενικό • | υποκειμενικούς • | υποκειμενικές • | υποκειμενικά • |
vocative | υποκειμενικέ • | υποκειμενική • | υποκειμενικό • | υποκειμενικοί • | υποκειμενικές • | υποκειμενικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποκειμενικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποκειμενικός, etc.) |