φαινομενικός • (fainomenikós) m (feminine φαινομενική, neuter φαινομενικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φαινομενικός (fainomenikós) | φαινομενική (fainomenikí) | φαινομενικό (fainomenikó) | φαινομενικοί (fainomenikoí) | φαινομενικές (fainomenikés) | φαινομενικά (fainomeniká) | |
genitive | φαινομενικού (fainomenikoú) | φαινομενικής (fainomenikís) | φαινομενικού (fainomenikoú) | φαινομενικών (fainomenikón) | φαινομενικών (fainomenikón) | φαινομενικών (fainomenikón) | |
accusative | φαινομενικό (fainomenikó) | φαινομενική (fainomenikí) | φαινομενικό (fainomenikó) | φαινομενικούς (fainomenikoús) | φαινομενικές (fainomenikés) | φαινομενικά (fainomeniká) | |
vocative | φαινομενικέ (fainomeniké) | φαινομενική (fainomenikí) | φαινομενικό (fainomenikó) | φαινομενικοί (fainomenikoí) | φαινομενικές (fainomenikés) | φαινομενικά (fainomeniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαινομενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαινομενικός, etc.)