φαλλός (fallós) + -ικός (-ikós)
φαλλικός • (fallikós) m
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φαλλικός (fallikós) | φαλλική (fallikí) | φαλλικό (fallikó) | φαλλικοί (fallikoí) | φαλλικές (fallikés) | φαλλικά (falliká) | |
genitive | φαλλικού (fallikoú) | φαλλικής (fallikís) | φαλλικού (fallikoú) | φαλλικών (fallikón) | φαλλικών (fallikón) | φαλλικών (fallikón) | |
accusative | φαλλικό (fallikó) | φαλλική (fallikí) | φαλλικό (fallikó) | φαλλικούς (fallikoús) | φαλλικές (fallikés) | φαλλικά (falliká) | |
vocative | φαλλικέ (falliké) | φαλλική (fallikí) | φαλλικό (fallikó) | φαλλικοί (fallikoí) | φαλλικές (fallikés) | φαλλικά (falliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαλλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαλλικός, etc.)