Hello, you have come here looking for the meaning of the word
χρηματοδοτώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
χρηματοδοτώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
χρηματοδοτώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
χρηματοδοτώ you have here. The definition of the word
χρηματοδοτώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
χρηματοδοτώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek χρηματοδοτώ (khrēmatodotṓ). By surface analysis, χρηματο- (chrimato-) + -δοτώ (-dotó).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /xɾi.ma.to.ðoˈto/
- Hyphenation: χρη‧μα‧το‧δο‧τώ
Verb
χρηματοδοτώ • (chrimatodotó) (past χρηματοδότησα, passive χρηματοδοτούμαι, p‑past χρηματοδοτήθηκα, ppp χρηματοδοτημένος)
- (transitive) to fund, to finance (provide money for)
Conjugation
χρηματοδοτώ, χρηματοδοτούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
χρηματοδοτώ
|
χρηματοδοτήσω
|
χρηματοδοτούμαι
|
χρηματοδοτηθώ
|
2 sg
|
χρηματοδοτείς
|
χρηματοδοτήσεις
|
χρηματοδοτείσαι
|
χρηματοδοτηθείς
|
3 sg
|
χρηματοδοτεί
|
χρηματοδοτήσει
|
χρηματοδοτείται
|
χρηματοδοτηθεί
|
|
1 pl
|
χρηματοδοτούμε
|
χρηματοδοτήσουμε, [-ομε]
|
χρηματοδοτούμαστε
|
χρηματοδοτηθούμε
|
2 pl
|
χρηματοδοτείτε
|
χρηματοδοτήσετε
|
χρηματοδοτείστε
|
χρηματοδοτηθείτε
|
3 pl
|
χρηματοδοτούν(ε)
|
χρηματοδοτήσουν(ε)
|
χρηματοδοτούνται
|
χρηματοδοτηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
χρηματοδοτούσα
|
χρηματοδότησα
|
[χρηματοδοτούμουν(α)]
|
χρηματοδοτήθηκα
|
2 sg
|
χρηματοδοτούσες
|
χρηματοδότησες
|
[χρηματοδοτούσουν(α)]
|
χρηματοδοτήθηκες
|
3 sg
|
χρηματοδοτούσε
|
χρηματοδότησε
|
χρηματοδοτούνταν, {χρηματοδοτείτο}
|
χρηματοδοτήθηκε
|
|
1 pl
|
χρηματοδοτούσαμε
|
χρηματοδοτήσαμε
|
χρηματοδοτούμασταν, (‑ούμαστε)
|
χρηματοδοτηθήκαμε
|
2 pl
|
χρηματοδοτούσατε
|
χρηματοδοτήσατε
|
[χρηματοδοτούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
χρηματοδοτηθήκατε
|
3 pl
|
χρηματοδοτούσαν(ε)
|
χρηματοδότησαν, χρηματοδοτήσαν(ε)
|
χρηματοδοτούνταν, {χρηματοδοτούντο}
|
χρηματοδοτήθηκαν, χρηματοδοτηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα χρηματοδοτώ ➤
|
θα χρηματοδοτήσω ➤
|
θα χρηματοδοτούμαι ➤
|
θα χρηματοδοτηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα χρηματοδοτείς, …
|
θα χρηματοδοτήσεις, …
|
θα χρηματοδοτείσαι, …
|
θα χρηματοδοτηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … χρηματοδοτήσει έχω, έχεις, … χρηματοδοτημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … χρηματοδοτηθεί είμαι, είσαι, … χρηματοδοτημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … χρηματοδοτήσει είχα, είχες, … χρηματοδοτημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … χρηματοδοτηθεί ήμουν, ήσουν, … χρηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … χρηματοδοτήσει θα έχω, θα έχεις, … χρηματοδοτημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … χρηματοδοτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … χρηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
χρηματοδότησε
|
—
|
χρηματοδοτήσου
|
2 pl
|
χρηματοδοτείτε
|
χρηματοδοτήστε
|
χρηματοδοτείστε
|
χρηματοδοτηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
χρηματοδοτώντας ➤
|
χρηματοδοτούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας χρηματοδοτήσει ➤
|
χρηματοδοτημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
χρηματοδοτήσει
|
χρηματοδοτηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
- and see: χρήμα n (chríma)
References