φυσιολογικός

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot φυσιολογικός. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot φυσιολογικός, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire φυσιολογικός au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot φυσιολογικός est ici. La définition du mot φυσιολογικός vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deφυσιολογικός, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien φυσιολογικός, phusiologikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif φυσιολογικός φυσιολογική φυσιολογικό
génitif φυσιολογικού φυσιολογικής φυσιολογικού
accusatif φυσιολογικό φυσιολογική φυσιολογικό
vocatif φυσιολογικέ φυσιολογική φυσιολογικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif φυσιολογικοί φυσιολογικές φυσιολογικά
génitif φυσιολογικών φυσιολογικών φυσιολογικών
accusatif φυσιολογικούς φυσιολογικές φυσιολογικά
vocatif φυσιολογικοί φυσιολογικές φυσιολογικά

φυσιολογικός, fisiologikós \fi.si.ɔ.lɔ.ʝi.ˈkɔs\

  1. Physiologique.
  2. Attendu.

Étymologie

Mot dérivé de φυσιολογία, phusiología (« science naturelle »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif φυσιολογικός φυσιολογική φυσιολογικόν
vocatif φυσιολογικέ φυσιολογική φυσιολογικόν
accusatif φυσιολογικόν φυσιολογικήν φυσιολογικόν
génitif φυσιολογικοῦ φυσιολογικῆς φυσιολογικοῦ
datif φυσιολογικ φυσιολογικ φυσιολογικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif φυσιολογικώ φυσιολογικά φυσιολογικώ
vocatif φυσιολογικώ φυσιολογικά φυσιολογικώ
accusatif φυσιολογικώ φυσιολογικά φυσιολογικώ
génitif φυσιολογικοῖν φυσιολογικαῖν φυσιολογικοῖν
datif φυσιολογικοῖν φυσιολογικαῖν φυσιολογικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif φυσιολογικοί φυσιολογικαί φυσιολογικά
vocatif φυσιολογικοί φυσιολογικαί φυσιολογικά
accusatif φυσιολογικούς φυσιολογικάς φυσιολογικά
génitif φυσιολογικῶν φυσιολογικῶν φυσιολογικῶν
datif φυσιολογικοῖς φυσιολογικαῖς φυσιολογικοῖς

φυσιολογικός, phusiologikós *\pʰy.si.o.lo.ɡi.ˈkos\ (comparatif : φυσιολογικώτερος ; superlatif : φυσιολογικώτατος)

  1. Physiologique.

Dérivés

Références