φυσιολογικός • (fysiologikós) m (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φυσιολογικός • | φυσιολογική • | φυσιολογικό • | φυσιολογικοί • | φυσιολογικές • | φυσιολογικά • |
genitive | φυσιολογικού • | φυσιολογικής • | φυσιολογικού • | φυσιολογικών • | φυσιολογικών • | φυσιολογικών • |
accusative | φυσιολογικό • | φυσιολογική • | φυσιολογικό • | φυσιολογικούς • | φυσιολογικές • | φυσιολογικά • |
vocative | φυσιολογικέ • | φυσιολογική • | φυσιολογικό • | φυσιολογικοί • | φυσιολογικές • | φυσιολογικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φυσιολογικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυσιολογικός, etc.) |