αφύσικος • (afýsikos) m (feminine αφύσικη, neuter αφύσικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφύσικος • | αφύσικη • | αφύσικο • | αφύσικοι • | αφύσικες • | αφύσικα • |
genitive | αφύσικου • | αφύσικης • | αφύσικου • | αφύσικων • | αφύσικων • | αφύσικων • |
accusative | αφύσικο • | αφύσικη • | αφύσικο • | αφύσικους • | αφύσικες • | αφύσικα • |
vocative | αφύσικε • | αφύσικη • | αφύσικο • | αφύσικοι • | αφύσικες • | αφύσικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφύσικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφύσικος, etc.) |