μελαγχολικός

Bonjour, vous êtes venu ici pour chercher la signification du mot μελαγχολικός. Dans DICTIOUS, vous trouverez non seulement toutes les significations du dictionnaire pour le mot μελαγχολικός, mais vous apprendrez également son étymologie, ses caractéristiques et comment dire μελαγχολικός au singulier et au pluriel. Tout ce que vous devez savoir sur le mot μελαγχολικός est ici. La définition du mot μελαγχολικός vous aidera à être plus précis et correct lorsque vous parlerez ou écrirez vos textes. Connaître la définition deμελαγχολικός, ainsi que celles d'autres mots, enrichit votre vocabulaire et vous fournit des ressources linguistiques plus nombreuses et de meilleure qualité.

Étymologie

Du grec ancien μελαγχολικός, melankholikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μελαγχολικός μελαγχολική μελαγχολικό
génitif μελαγχολικού μελαγχολικής μελαγχολικού
accusatif μελαγχολικό μελαγχολική μελαγχολικό
vocatif μελαγχολικέ μελαγχολική μελαγχολικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μελαγχολικοί μελαγχολικές μελαγχολικά
génitif μελαγχολικών μελαγχολικών μελαγχολικών
accusatif μελαγχολικούς μελαγχολικές μελαγχολικά
vocatif μελαγχολικοί μελαγχολικές μελαγχολικά

μελαγχολικός (melankholikós) \mɛ.laŋ.xɔ.li.ˈkɔs\

  1. Cafardeux, mélancolique.

Étymologie

Mot dérivé de μελάγχολος, melánkholos (« atrabilaire »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

Nom commun

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μελαγχολικός μελαγχολική μελαγχολικόν
vocatif μελαγχολικέ μελαγχολική μελαγχολικόν
accusatif μελαγχολικόν μελαγχολικήν μελαγχολικόν
génitif μελαγχολικοῦ μελαγχολικῆς μελαγχολικοῦ
datif μελαγχολικ μελαγχολικ μελαγχολικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif μελαγχολικώ μελαγχολικά μελαγχολικώ
vocatif μελαγχολικώ μελαγχολικά μελαγχολικώ
accusatif μελαγχολικώ μελαγχολικά μελαγχολικώ
génitif μελαγχολικοῖν μελαγχολικαῖν μελαγχολικοῖν
datif μελαγχολικοῖν μελαγχολικαῖν μελαγχολικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μελαγχολικοί μελαγχολικαί μελαγχολικά
vocatif μελαγχολικοί μελαγχολικαί μελαγχολικά
accusatif μελαγχολικούς μελαγχολικάς μελαγχολικά
génitif μελαγχολικῶν μελαγχολικῶν μελαγχολικῶν
datif μελαγχολικοῖς μελαγχολικαῖς μελαγχολικοῖς

μελαγχολικός, melankholikós *\Prononciation ?\

  1. Mélancolique.

Apparentés étymologiques

Dérivés dans d’autres langues

Références