10 Results found for "σίδερο".

σίδερο

σί‧δε‧ρο σίδερο • (sídero) n (plural σίδερα) (metallurgy) iron (the metal) Synonym: σίδηρος (sídiros) iron, smoothing iron, flat iron Synonym: σίδερο σιδερώματος...


σίδερο σιδερώματος

σίδερο σιδερώματος • (sídero siderómatos) n flat iron, iron σίδερο n (sídero) Σίδερο (συσκευή) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el...


σιδεράς

from σίδερο n (sídero, “iron”) σιδεράς • (siderás) m (plural σιδεράδες) blacksmith, ironsmith αλμπάνης m (almpánis, “farrier, blacksmith”) πεταλωτής m...


σίδερων

σίδερων • (síderon) n genitive plural of σίδερο (sídero)...


σίδερου

σίδερου • (síderou) n genitive singular of σίδερο (sídero)...


σιδηρουργείο

σιδηρουργείο • (sidirourgeío) n (plural σιδηρουργεία) smithy, forge, blacksmith's workshop ironworks see: σίδερο n (sídero, “iron”)...


σίδερα

See also: σίδηρα IPA(key): /ˈsi.ðe.ɾa/ Hyphenation: σί‧δε‧ρα σίδερα • (sídera) n nominative/accusative/vocative plural of σίδερο (sídero)...


σιδηρουργός

σίδερο (sídero) +‎ -ουργός (-ourgós). σιδηρουργός • (sidirourgós) m (plural σιδηρουργοί) blacksmith, ironsmith, smith σιδεράς m (siderás) see: σίδερο n...


ασιδέρωτος

pressed ασιδέρωτο πουκάμισο ― asidéroto poukámiso ― unironed shirt see: σίδερο n (sídero, “iron”) ασιδέρωτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary...


sidro

sì‧dro sidro m (plural sidri) cider Drosi, Sordi, dorsi, sordi From Greek σίδερο (sídero, “iron”). IPA(key): /sîdro/ Hyphenation: sid‧ro sȉdro n (Cyrillic...