σί‧δε‧ρο σίδερο • (sídero) n (plural σίδερα) (metallurgy) iron (the metal) Synonym: σίδηρος (sídiros) iron, smoothing iron, flat iron Synonym: σίδερο σιδερώματος...
σίδερο σιδερώματος • (sídero siderómatos) n flat iron, iron σίδερο n (sídero) Σίδερο (συσκευή) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el...
from σίδερο n (sídero, “iron”) σιδεράς • (siderás) m (plural σιδεράδες) blacksmith, ironsmith αλμπάνης m (almpánis, “farrier, blacksmith”) πεταλωτής m...
σιδηρουργείο • (sidirourgeío) n (plural σιδηρουργεία) smithy, forge, blacksmith's workshop ironworks see: σίδερο n (sídero, “iron”)...
See also: σίδηρα IPA(key): /ˈsi.ðe.ɾa/ Hyphenation: σί‧δε‧ρα σίδερα • (sídera) n nominative/accusative/vocative plural of σίδερο (sídero)...
σίδερο (sídero) + -ουργός (-ourgós). σιδηρουργός • (sidirourgós) m (plural σιδηρουργοί) blacksmith, ironsmith, smith σιδεράς m (siderás) see: σίδερο n...
pressed ασιδέρωτο πουκάμισο ― asidéroto poukámiso ― unironed shirt see: σίδερο n (sídero, “iron”) ασιδέρωτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary...
sì‧dro sidro m (plural sidri) cider Drosi, Sordi, dorsi, sordi From Greek σίδερο (sídero, “iron”). IPA(key): /sîdro/ Hyphenation: sid‧ro sȉdro n (Cyrillic...