10 Results found for "φαινομενικός".

φαινομενικός

Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαινομενικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαινομενικός, etc.)...


φαινομενικό

singular of φαινομενικός (fainomenikós) nominative neuter singular of φαινομενικός (fainomenikós) accusative neuter singular of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικά

neuter plural of φαινομενικός (fainomenikós) accusative neuter plural of φαινομενικός (fainomenikós) vocative neuter plural of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενική

singular of φαινομενικός (fainomenikós) accusative feminine singular of φαινομενικός (fainomenikós) vocative feminine singular of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικές

feminine plural of φαινομενικός (fainomenikós) accusative feminine plural of φαινομενικός (fainomenikós) vocative feminine plural of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικών

masculine plural of φαινομενικός (fainomenikós) genitive feminine plural of φαινομενικός (fainomenikós) genitive neuter plural of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικού

φαινομενικού • (fainomenikoú) genitive masculine singular of φαινομενικός (fainomenikós) genitive neuter singular of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικοί

φαινομενικοί • (fainomenikoí) nominative masculine plural of φαινομενικός (fainomenikós) vocative masculine plural of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικούς

φαινομενικούς • (fainomenikoús) accusative masculine plural of φαινομενικός (fainomenikós)...


φαινομενικέ

φαινομενικέ • (fainomeniké) vocative masculine singular of φαινομενικός (fainomenikós)...