IPA(key): /fiˈmi.ze.te/ Hyphenation: φη‧μί‧ζε‧ται φημίζεται • (fimízetai) third-person singular present of φημίζομαι (fimízomai)...
φημίζομαι 2 sg φημίζεσαι φημιζόσουν(α) θα φημίζεσαι 3 sg φημίζεται φημιζόταν(ε) θα φημίζεται 1 pl φημιζόμαστε φημιζόμασταν, (‑όμαστε) θα φημιζόμαστε 2...