δηλητηριώδης (dilitiriódis)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | δηλητηριώδης (dilitiriódis) | δηλητηριώδης (dilitiriódis) | δηλητηριώδες (dilitiriódes) | δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) | δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) | δηλητηριώδη (dilitiriódi) |
tamlayan | δηλητηριώδους (dilitiriódous) | δηλητηριώδους (dilitiriódous) | δηλητηριώδους (dilitiriódous) | δηλητηριωδών (dilitiriodón) | δηλητηριωδών (dilitiriodón) | δηλητηριωδών (dilitiriodón) |
belirtme | δηλητηριώδη (dilitiriódi) | δηλητηριώδη (dilitiriódi) | δηλητηριώδες (dilitiriódes) | δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) | δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) | δηλητηριώδη (dilitiriódi) |
seslenme | δηλητηριώδη(ς) (dilitiriódi(s)) | δηλητηριώδης (dilitiriódis) | δηλητηριώδες (dilitiriódes) | δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) | δηλητηριώδεις (dilitiriódeis) | δηλητηριώδη (dilitiriódi) |