φαρμακερός (farmakerós)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | φαρμακερός (farmakerós) | φαρμακερή (farmakerí) | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακεροί (farmakeroí) | φαρμακερές (farmakerés) | φαρμακερά (farmakerá) |
tamlayan | φαρμακερού (farmakeroú) | φαρμακερής (farmakerís) | φαρμακερού (farmakeroú) | φαρμακερών (farmakerón) | φαρμακερών (farmakerón) | φαρμακερών (farmakerón) |
belirtme | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακερή (farmakerí) | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακερούς (farmakeroús) | φαρμακερές (farmakerés) | φαρμακερά (farmakerá) |
seslenme | φαρμακερέ (farmakeré) | φαρμακερή (farmakerí) | φαρμακερό (farmakeró) | φαρμακεροί (farmakeroí) | φαρμακερές (farmakerés) | φαρμακερά (farmakerá) |