στρατιωτικός (stratiotikós)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | στρατιωτικός (stratiotikós) | στρατιωτική (stratiotikí) | στρατιωτικό (stratiotikó) | στρατιωτικοί (stratiotikoí) | στρατιωτικές (stratiotikés) | στρατιωτικά (stratiotiká) |
tamlayan | στρατιωτικού (stratiotikoú) | στρατιωτικής (stratiotikís) | στρατιωτικού (stratiotikoú) | στρατιωτικών (stratiotikón) | στρατιωτικών (stratiotikón) | στρατιωτικών (stratiotikón) |
belirtme | στρατιωτικό (stratiotikó) | στρατιωτική (stratiotikí) | στρατιωτικό (stratiotikó) | στρατιωτικούς (stratiotikoús) | στρατιωτικές (stratiotikés) | στρατιωτικά (stratiotiká) |
seslenme | στρατιωτικέ (stratiotiké) | στρατιωτική (stratiotikí) | στρατιωτικό (stratiotikó) | στρατιωτικοί (stratiotikoí) | στρατιωτικές (stratiotikés) | στρατιωτικά (stratiotiká) |