Learned borrowing from Ancient Greek στρατιωτικός (stratiōtikós), from στρατιώτης (stratiṓtēs) + -ικός (-ikós), with semantic loan from French militaire.
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (feminine στρατιωτική, neuter στρατιωτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στρατιωτικός • | στρατιωτική • | στρατιωτικό • | στρατιωτικοί • | στρατιωτικές • | στρατιωτικά • |
genitive | στρατιωτικού • | στρατιωτικής • | στρατιωτικού • | στρατιωτικών • | στρατιωτικών • | στρατιωτικών • |
accusative | στρατιωτικό • | στρατιωτική • | στρατιωτικό • | στρατιωτικούς • | στρατιωτικές • | στρατιωτικά • |
vocative | στρατιωτικέ • | στρατιωτική • | στρατιωτικό • | στρατιωτικοί • | στρατιωτικές • | στρατιωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρατιωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρατιωτικός, etc.) |
στρατιωτικός • (stratiotikós) m (plural στρατιωτικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατιωτικός • | στρατιωτικοί • |
genitive | στρατιωτικού • | στρατιωτικών • |
accusative | στρατιωτικό • | στρατιωτικούς • |
vocative | στρατιωτικέ • | στρατιωτικοί • |