απ- (ap-) + εγ- (eg-) + κατα- (kata-) + στάση (stási)
απεγκατάσταση (apegkatástasi) d (çoğulu απεγκαταστάσεις)
tekil | çoğul | ||
---|---|---|---|
yalın | απεγκατάσταση (apegkatástasi) | απεγκαταστάσεις (apegkatastáseis) | |
tamlayan | απεγκατάστασης (apegkatástasis) | απεγκαταστάσεων (apegkatastáseon) | |
belirtme | απεγκατάσταση (apegkatástasi) | απεγκαταστάσεις (apegkatastáseis) | |
seslenme | απεγκατάσταση (apegkatástasi) | απεγκαταστάσεις (apegkatastáseis) | |
Eski veya resmî tamlayan tekil: απεγκαταστάσεως |