σεξουαλικός (sexoualikós)
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | σεξουαλικός (sexoualikós) | σεξουαλική (sexoualikí) | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλικοί (sexoualikoí) | σεξουαλικές (sexoualikés) | σεξουαλικά (sexoualiká) |
tamlayan | σεξουαλικού (sexoualikoú) | σεξουαλικής (sexoualikís) | σεξουαλικού (sexoualikoú) | σεξουαλικών (sexoualikón) | σεξουαλικών (sexoualikón) | σεξουαλικών (sexoualikón) |
belirtme | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλική (sexoualikí) | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλικούς (sexoualikoús) | σεξουαλικές (sexoualikés) | σεξουαλικά (sexoualiká) |
seslenme | σεξουαλικέ (sexoualiké) | σεξουαλική (sexoualikí) | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλικοί (sexoualikoí) | σεξουαλικές (sexoualikés) | σεξουαλικά (sexoualiká) |