σεξουαλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σεξουαλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σεξουαλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σεξουαλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word σεξουαλικός you have here. The definition of the word σεξουαλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσεξουαλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

Adjective

σεξουαλικός (sexoualikósm (feminine σεξουαλική, neuter σεξουαλικό)

  1. sexual

Declension

Declension of σεξουαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σεξουαλικός (sexoualikós) σεξουαλική (sexoualikí) σεξουαλικό (sexoualikó) σεξουαλικοί (sexoualikoí) σεξουαλικές (sexoualikés) σεξουαλικά (sexoualiká)
genitive σεξουαλικού (sexoualikoú) σεξουαλικής (sexoualikís) σεξουαλικού (sexoualikoú) σεξουαλικών (sexoualikón) σεξουαλικών (sexoualikón) σεξουαλικών (sexoualikón)
accusative σεξουαλικό (sexoualikó) σεξουαλική (sexoualikí) σεξουαλικό (sexoualikó) σεξουαλικούς (sexoualikoús) σεξουαλικές (sexoualikés) σεξουαλικά (sexoualiká)
vocative σεξουαλικέ (sexoualiké) σεξουαλική (sexoualikí) σεξουαλικό (sexoualikó) σεξουαλικοί (sexoualikoí) σεξουαλικές (sexoualikés) σεξουαλικά (sexoualiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σεξουαλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σεξουαλικός, etc.)

Derived terms

  • σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, sex education)