σεξουαλικός • (sexoualikós) m (feminine σεξουαλική, neuter σεξουαλικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σεξουαλικός (sexoualikós) | σεξουαλική (sexoualikí) | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλικοί (sexoualikoí) | σεξουαλικές (sexoualikés) | σεξουαλικά (sexoualiká) | |
genitive | σεξουαλικού (sexoualikoú) | σεξουαλικής (sexoualikís) | σεξουαλικού (sexoualikoú) | σεξουαλικών (sexoualikón) | σεξουαλικών (sexoualikón) | σεξουαλικών (sexoualikón) | |
accusative | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλική (sexoualikí) | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλικούς (sexoualikoús) | σεξουαλικές (sexoualikés) | σεξουαλικά (sexoualiká) | |
vocative | σεξουαλικέ (sexoualiké) | σεξουαλική (sexoualikí) | σεξουαλικό (sexoualikó) | σεξουαλικοί (sexoualikoí) | σεξουαλικές (sexoualikés) | σεξουαλικά (sexoualiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σεξουαλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σεξουαλικός, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικότερος (sexoualikóteros) | σεξουαλικότερη (sexoualikóteri) | σεξουαλικότερο (sexoualikótero) | σεξουαλικότεροι (sexoualikóteroi) | σεξουαλικότερες (sexoualikóteres) | σεξουαλικότερα (sexoualikótera) |
genitive | σεξουαλικότερου (sexoualikóterou) | σεξουαλικότερης (sexoualikóteris) | σεξουαλικότερου (sexoualikóterou) | σεξουαλικότερων (sexoualikóteron) | σεξουαλικότερων (sexoualikóteron) | σεξουαλικότερων (sexoualikóteron) |
accusative | σεξουαλικότερο (sexoualikótero) | σεξουαλικότερη (sexoualikóteri) | σεξουαλικότερο (sexoualikótero) | σεξουαλικότερους (sexoualikóterous) | σεξουαλικότερες (sexoualikóteres) | σεξουαλικότερα (sexoualikótera) |
vocative | σεξουαλικότερε (sexoualikótere) | σεξουαλικότερη (sexoualikóteri) | σεξουαλικότερο (sexoualikótero) | σεξουαλικότεροι (sexoualikóteroi) | σεξουαλικότερες (sexoualikóteres) | σεξουαλικότερα (sexoualikótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σεξουαλικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικότατος (sexoualikótatos) | σεξουαλικότατη (sexoualikótati) | σεξουαλικότατο (sexoualikótato) | σεξουαλικότατοι (sexoualikótatoi) | σεξουαλικότατες (sexoualikótates) | σεξουαλικότατα (sexoualikótata) |
genitive | σεξουαλικότατου (sexoualikótatou) | σεξουαλικότατης (sexoualikótatis) | σεξουαλικότατου (sexoualikótatou) | σεξουαλικότατων (sexoualikótaton) | σεξουαλικότατων (sexoualikótaton) | σεξουαλικότατων (sexoualikótaton) |
accusative | σεξουαλικότατο (sexoualikótato) | σεξουαλικότατη (sexoualikótati) | σεξουαλικότατο (sexoualikótato) | σεξουαλικότατους (sexoualikótatous) | σεξουαλικότατες (sexoualikótates) | σεξουαλικότατα (sexoualikótata) |
vocative | σεξουαλικότατε (sexoualikótate) | σεξουαλικότατη (sexoualikótati) | σεξουαλικότατο (sexoualikótato) | σεξουαλικότατοι (sexoualikótatoi) | σεξουαλικότατες (sexoualikótates) | σεξουαλικότατα (sexoualikótata) |