From ά- (á-, “un-”) + βάζω (vázo, “set down, put on”).
άβαλτος • (ávaltos) m (feminine άβαλτη, neuter άβαλτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άβαλτος • | άβαλτη • | άβαλτο • | άβαλτοι • | άβαλτες • | άβαλτα • |
genitive | άβαλτου • | άβαλτης • | άβαλτου • | άβαλτων • | άβαλτων • | άβαλτων • |
accusative | άβαλτο • | άβαλτη • | άβαλτο • | άβαλτους • | άβαλτες • | άβαλτα • |
vocative | άβαλτε • | άβαλτη • | άβαλτο • | άβαλτοι • | άβαλτες • | άβαλτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβαλτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβαλτος, etc.) |