From Koine Greek ἄβλαπτος, synonym of ἀβλαβής (ablabḗs). Also see άβλαφτος (ávlaftos).
άβλαπτος • (ávlaptos) m (feminine άβλαπτη, neuter άβλαπτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άβλαπτος • | άβλαπτη • | άβλαπτο • | άβλαπτοι • | άβλαπτες • | άβλαπτα • |
genitive | άβλαπτου • | άβλαπτης • | άβλαπτου • | άβλαπτων • | άβλαπτων • | άβλαπτων • |
accusative | άβλαπτο • | άβλαπτη • | άβλαπτο • | άβλαπτους • | άβλαπτες • | άβλαπτα • |
vocative | άβλαπτε • | άβλαπτη • | άβλαπτο • | άβλαπτοι • | άβλαπτες • | άβλαπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβλαπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβλαπτος, etc.) |