άοκνος • (áoknos) m (feminine άοκνη, neuter άοκνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άοκνος • | άοκνη • | άοκνο • | άοκνοι • | άοκνες • | άοκνα • |
genitive | άοκνου • | άοκνης • | άοκνου • | άοκνων • | άοκνων • | άοκνων • |
accusative | άοκνο • | άοκνη • | άοκνο • | άοκνους • | άοκνες • | άοκνα • |
vocative | άοκνε • | άοκνη • | άοκνο • | άοκνοι • | άοκνες • | άοκνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άοκνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άοκνος, etc.) |