άπατος • (ápatos) m (feminine άπατη, neuter άπατο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άπατος (ápatos) | άπατη (ápati) | άπατο (ápato) | άπατοι (ápatoi) | άπατες (ápates) | άπατα (ápata) | |
genitive | άπατου (ápatou) | άπατης (ápatis) | άπατου (ápatou) | άπατων (ápaton) | άπατων (ápaton) | άπατων (ápaton) | |
accusative | άπατο (ápato) | άπατη (ápati) | άπατο (ápato) | άπατους (ápatous) | άπατες (ápates) | άπατα (ápata) | |
vocative | άπατε (ápate) | άπατη (ápati) | άπατο (ápato) | άπατοι (ápatoi) | άπατες (ápates) | άπατα (ápata) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άπατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άπατος, etc.)