άχαρος • (ácharos) m (feminine άχαρη, neuter άχαρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άχαρος (ácharos) | άχαρη (áchari) | άχαρο (ácharo) | άχαροι (ácharoi) | άχαρες (áchares) | άχαρα (áchara) | |
genitive | άχαρου (ácharou) | άχαρης (ácharis) | άχαρου (ácharou) | άχαρων (ácharon) | άχαρων (ácharon) | άχαρων (ácharon) | |
accusative | άχαρο (ácharo) | άχαρη (áchari) | άχαρο (ácharo) | άχαρους (ácharous) | άχαρες (áchares) | άχαρα (áchara) | |
vocative | άχαρε (áchare) | άχαρη (áchari) | άχαρο (ácharo) | άχαροι (ácharoi) | άχαρες (áchares) | άχαρα (áchara) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχαρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχαρος, etc.)