έντονος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word έντονος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word έντονος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say έντονος in singular and plural. Everything you need to know about the word έντονος you have here. The definition of the word έντονος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofέντονος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ἔντονος

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek ἔντονος (éntonos),[1] from ἐν- (en-) +‎ τείνω, stem τον- (teínō, stem ton-) +‎ -ος (-os). Stem also found at ἐντείνω (enteínō).[2] Compare English intense.

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈen.do.nos/ - compare to εντόνως (entónos)
  • Hyphenation: έ‧ντο‧νος
  • Old Hyphenation: έν‧το‧νος

Adjective

έντονος (éntonosm (feminine έντονη, neuter έντονο)

  1. strong, powerful
    έντονα χρώματαéntona chrómatastrong colours/colors
  2. severe, intense
    έντονος πόνοςéntonos pónossevere pain
    έντονη διαμάχηéntoni diamáchiintense dispute/conflict
    Αυτό το άβολο αίσθημα φαγούρας μπορεί να γίνει ακόμα πιο έντονο τη νύχτα.
    Aftó to ávolo aísthima fagoúras boreí na gínei akóma pio éntono ti nýchta.
    This uncomfortable itching sensation can become even more intense at night.

Declension

Declension of έντονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έντονος (éntonos) έντονη (éntoni) έντονο (éntono) έντονοι (éntonoi) έντονες (éntones) έντονα (éntona)
genitive έντονου (éntonou) έντονης (éntonis) έντονου (éntonou) έντονων (éntonon) έντονων (éntonon) έντονων (éntonon)
accusative έντονο (éntono) έντονη (éntoni) έντονο (éntono) έντονους (éntonous) έντονες (éntones) έντονα (éntona)
vocative έντονε (éntone) έντονη (éntoni) έντονο (éntono) έντονοι (éntonoi) έντονες (éntones) έντονα (éntona)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έντονος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έντονος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντονότερος (entonóteros) εντονότερη (entonóteri) εντονότερο (entonótero) εντονότεροι (entonóteroi) εντονότερες (entonóteres) εντονότερα (entonótera)
genitive εντονότερου (entonóterou) εντονότερης (entonóteris) εντονότερου (entonóterou) εντονότερων (entonóteron) εντονότερων (entonóteron) εντονότερων (entonóteron)
accusative εντονότερο (entonótero) εντονότερη (entonóteri) εντονότερο (entonótero) εντονότερους (entonóterous) εντονότερες (entonóteres) εντονότερα (entonótera)
vocative εντονότερε (entonótere) εντονότερη (entonóteri) εντονότερο (entonótero) εντονότεροι (entonóteroi) εντονότερες (entonóteres) εντονότερα (entonótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εντονότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντονότατος (entonótatos) εντονότατη (entonótati) εντονότατο (entonótato) εντονότατοι (entonótatoi) εντονότατες (entonótates) εντονότατα (entonótata)
genitive εντονότατου (entonótatou) εντονότατης (entonótatis) εντονότατου (entonótatou) εντονότατων (entonótaton) εντονότατων (entonótaton) εντονότατων (entonótaton)
accusative εντονότατο (entonótato) εντονότατη (entonótati) εντονότατο (entonótato) εντονότατους (entonótatous) εντονότατες (entonótates) εντονότατα (entonótata)
vocative εντονότατε (entonótate) εντονότατη (entonótati) εντονότατο (entonótato) εντονότατοι (entonótatoi) εντονότατες (entonótates) εντονότατα (entonótata)

Derived terms

  • έντονα (éntona, intensely, deeply, heavily, adverb)
  • εντόνως (entónos, intensely, deeply, heavily, formal adverb)

References

  1. ^ έντονος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ έντονος - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre