Passive perfect participle of αγανακτώ (aganaktó, “to be outraged”), a verb without passive forms. The expected form of participle would be *αγανακτημένος, but the form -ισμένος prevailed (as though from the -ίζω ending verbs; like ορίζω)
αγανακτισμένος • (aganaktisménos) m (feminine αγανακτισμένη, neuter αγανακτισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγανακτισμένος (aganaktisménos) | αγανακτισμένη (aganaktisméni) | αγανακτισμένο (aganaktisméno) | αγανακτισμένοι (aganaktisménoi) | αγανακτισμένες (aganaktisménes) | αγανακτισμένα (aganaktisména) | |
genitive | αγανακτισμένου (aganaktisménou) | αγανακτισμένης (aganaktisménis) | αγανακτισμένου (aganaktisménou) | αγανακτισμένων (aganaktisménon) | αγανακτισμένων (aganaktisménon) | αγανακτισμένων (aganaktisménon) | |
accusative | αγανακτισμένο (aganaktisméno) | αγανακτισμένη (aganaktisméni) | αγανακτισμένο (aganaktisméno) | αγανακτισμένους (aganaktisménous) | αγανακτισμένες (aganaktisménes) | αγανακτισμένα (aganaktisména) | |
vocative | αγανακτισμένε (aganaktisméne) | αγανακτισμένη (aganaktisméni) | αγανακτισμένο (aganaktisméno) | αγανακτισμένοι (aganaktisménoi) | αγανακτισμένες (aganaktisménes) | αγανακτισμένα (aganaktisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγανακτισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγανακτισμένος, etc.)