Learned borrowing from Ancient Greek ἀγανακτῶ (aganaktô), uncontracted form of ἀγανακτέω (aganaktéō). Also see αγαναχτώ (aganachtó).
αγανακτώ • (aganaktó) (past αγανάκτησα, passive —, ppp αγανακτισμένος)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | αγανακτώ | αγανακτήσω | ||
2 sg | αγανακτείς | αγανακτήσεις | ||
3 sg | αγανακτεί | αγανακτήσει | ||
1 pl | αγανακτούμε | αγανακτήσουμε, [-ομε] | ||
2 pl | αγανακτείτε | αγανακτήσετε | ||
3 pl | αγανακτούν(ε) | αγανακτήσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | αγανακτούσα | αγανάκτησα | ||
2 sg | αγανακτούσες | αγανάκτησες | ||
3 sg | αγανακτούσε | αγανάκτησε | ||
1 pl | αγανακτούσαμε | αγανακτήσαμε | ||
2 pl | αγανακτούσατε | αγανακτήσατε | ||
3 pl | αγανακτούσαν(ε) | αγανάκτησαν, αγανακτήσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα αγανακτώ ➤ | θα αγανακτήσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αγανακτείς, … | θα αγανακτήσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αγανακτήσει | είμαι, είσαι, ... αγανακτισμένος, -η, -ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αγανακτήσει | ήμουν, ήσουν, ... αγανακτισμένος, -η, -ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αγανακτήσει | θα είμαι, θα είσα, ... αγανακτισμένος, -η, -ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | — | αγανάκτησε | ||
2 pl | αγανακτείτε | αγανακτήστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | αγανακτώντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας αγανακτήσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | αγανακτισμένος, -η, -ο1 ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | αγανακτήσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The expected form of participle would be *αγανακτημένος, but the form -ισμένος prevailed (as though from the -ίζω ending verbs; like ορίζω) • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||