αδαμαντοφόρος • (adamantofóros) m (feminine αδαμαντοφόρα, neuter αδαμαντοφόρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδαμαντοφόρος (adamantofóros) | αδαμαντοφόρα (adamantofóra) | αδαμαντοφόρο (adamantofóro) | αδαμαντοφόροι (adamantofóroi) | αδαμαντοφόρες (adamantofóres) | αδαμαντοφόρα (adamantofóra) | |
genitive | αδαμαντοφόρου (adamantofórou) | αδαμαντοφόρας (adamantofóras) | αδαμαντοφόρου (adamantofórou) | αδαμαντοφόρων (adamantofóron) | αδαμαντοφόρων (adamantofóron) | αδαμαντοφόρων (adamantofóron) | |
accusative | αδαμαντοφόρο (adamantofóro) | αδαμαντοφόρα (adamantofóra) | αδαμαντοφόρο (adamantofóro) | αδαμαντοφόρους (adamantofórous) | αδαμαντοφόρες (adamantofóres) | αδαμαντοφόρα (adamantofóra) | |
vocative | αδαμαντοφόρε (adamantofóre) | αδαμαντοφόρα (adamantofóra) | αδαμαντοφόρο (adamantofóro) | αδαμαντοφόροι (adamantofóroi) | αδαμαντοφόρες (adamantofóres) | αδαμαντοφόρα (adamantofóra) |