αδαμαντόστικτος • (adamantóstiktos) m (feminine αδαμαντόστικτη, neuter αδαμαντόστικτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδαμαντόστικτος (adamantóstiktos) | αδαμαντόστικτη (adamantóstikti) | αδαμαντόστικτο (adamantóstikto) | αδαμαντόστικτοι (adamantóstiktoi) | αδαμαντόστικτες (adamantóstiktes) | αδαμαντόστικτα (adamantóstikta) | |
genitive | αδαμαντόστικτου (adamantóstiktou) | αδαμαντόστικτης (adamantóstiktis) | αδαμαντόστικτου (adamantóstiktou) | αδαμαντόστικτων (adamantóstikton) | αδαμαντόστικτων (adamantóstikton) | αδαμαντόστικτων (adamantóstikton) | |
accusative | αδαμαντόστικτο (adamantóstikto) | αδαμαντόστικτη (adamantóstikti) | αδαμαντόστικτο (adamantóstikto) | αδαμαντόστικτους (adamantóstiktous) | αδαμαντόστικτες (adamantóstiktes) | αδαμαντόστικτα (adamantóstikta) | |
vocative | αδαμαντόστικτε (adamantóstikte) | αδαμαντόστικτη (adamantóstikti) | αδαμαντόστικτο (adamantóstikto) | αδαμαντόστικτοι (adamantóstiktoi) | αδαμαντόστικτες (adamantóstiktes) | αδαμαντόστικτα (adamantóstikta) |