|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αεροφωτογραφίζω (αεροφωτογραφώ →)
|
αεροφωτογραφίσω
|
αεροφωτογραφίζομαι
|
αεροφωτογραφηθώ, αεροφωτογραφιστώ1
|
2 sg
|
αεροφωτογραφίζεις
|
αεροφωτογραφίσεις
|
αεροφωτογραφίζεσαι
|
αεροφωτογραφηθείς, αεροφωτογραφιστείς
|
3 sg
|
αεροφωτογραφίζει
|
αεροφωτογραφίσει
|
αεροφωτογραφίζεται
|
αεροφωτογραφηθεί, αεροφωτογραφιστεί
|
|
1 pl
|
αεροφωτογραφίζουμε, [‑ομε]
|
αεροφωτογραφίσουμε, [‑ομε]
|
αεροφωτογραφιζόμαστε
|
αεροφωτογραφηθούμε, αεροφωτογραφιστούμε
|
2 pl
|
αεροφωτογραφίζετε
|
αεροφωτογραφίσετε
|
αεροφωτογραφίζεστε, αεροφωτογραφιζόσαστε
|
αεροφωτογραφηθείτε, αεροφωτογραφιστείτε
|
3 pl
|
αεροφωτογραφίζουν(ε)
|
αεροφωτογραφίσουν(ε)
|
αεροφωτογραφίζονται
|
αεροφωτογραφηθούν(ε), αεροφωτογραφιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αεροφωτογράφιζα
|
αεροφωτογράφισα
|
αεροφωτογραφιζόμουν(α)
|
αεροφωτογραφήθηκα, αεροφωτογραφίστηκα1
|
2 sg
|
αεροφωτογράφιζες
|
αεροφωτογράφισες
|
αεροφωτογραφιζόσουν(α)
|
αεροφωτογραφίστηκες, αεροφωτογραφήθηκες
|
3 sg
|
αεροφωτογράφιζε
|
αεροφωτογράφισε
|
αεροφωτογραφιζόταν(ε)
|
αεροφωτογραφίστηκε, αεροφωτογραφήθηκε
|
|
1 pl
|
αεροφωτογραφίζαμε
|
αεροφωτογραφίσαμε
|
αεροφωτογραφιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αεροφωτογραφηθήκαμε, αεροφωτογραφιστήκαμε
|
2 pl
|
αεροφωτογραφίζατε
|
αεροφωτογραφίσατε
|
αεροφωτογραφιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αεροφωτογραφηθήκατε, αεροφωτογραφιστήκατε
|
3 pl
|
αεροφωτογράφιζαν, αεροφωτογραφίζαν(ε)
|
αεροφωτογράφισαν, αεροφωτογραφίσαν(ε)
|
αεροφωτογραφίζονταν, (αεροφωτογραφιζόντουσαν)
|
αεροφωτογραφίστηκαν, αεροφωτογραφηθήκαν(ε), αεροφωτογραφήθηκαν, αεροφωτογραφιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αεροφωτογραφίζω ➤
|
θα αεροφωτογραφίσω ➤
|
θα αεροφωτογραφίζομαι ➤
|
θα αεροφωτογραφηθώ / αεροφωτογραφιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αεροφωτογραφίζεις, …
|
θα αεροφωτογραφίσεις, …
|
θα αεροφωτογραφίζεσαι, …
|
θα αεροφωτογραφηθείς / αεροφωτογραφιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αεροφωτογραφίσει έχω, έχεις, … αεροφωτογραφημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αεροφωτογραφηθεί / αεροφωτογραφιστεί είμαι, είσαι, … αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αεροφωτογραφίσει είχα, είχες, … αεροφωτογραφημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αεροφωτογραφηθεί / αεροφωτογραφιστεί ήμουν, ήσουν, … αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αεροφωτογραφίσει θα έχω, θα έχεις, … αεροφωτογραφημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αεροφωτογραφηθεί / αεροφωτογραφιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αεροφωτογράφιζε
|
αεροφωτογράφισε
|
—
|
αεροφωτογραφήσου, αεροφωτογραφίσου2
|
2 pl
|
αεροφωτογραφίζετε
|
αεροφωτογραφίστε
|
αεροφωτογραφίζεστε
|
αεροφωτογραφηθείτε, [αεροφωτογραφιστείτε]1
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αεροφωτογραφίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αεροφωτογραφίσει ➤
|
αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑o / [αεροφωτογραφισμένος, ‑η, ‑o]1 ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αεροφωτογραφίσει
|
αεροφωτογραφηθεί, [αεροφωτογραφιστεί]1
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Passive forms with -ιστ, -ισμ are rare. The -ηθ, -ημ forms, from the 2nd-conjugation verb αεροφωτογραφώ prevail. 2. Especially for the imperative, the -ίσου ending is more common than the ‑ήσου form. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|