αθροιστικός • (athroistikós) m (feminine αθροιστική, neuter αθροιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αθροιστικός (athroistikós) | αθροιστική (athroistikí) | αθροιστικό (athroistikó) | αθροιστικοί (athroistikoí) | αθροιστικές (athroistikés) | αθροιστικά (athroistiká) | |
genitive | αθροιστικού (athroistikoú) | αθροιστικής (athroistikís) | αθροιστικού (athroistikoú) | αθροιστικών (athroistikón) | αθροιστικών (athroistikón) | αθροιστικών (athroistikón) | |
accusative | αθροιστικό (athroistikó) | αθροιστική (athroistikí) | αθροιστικό (athroistikó) | αθροιστικούς (athroistikoús) | αθροιστικές (athroistikés) | αθροιστικά (athroistiká) | |
vocative | αθροιστικέ (athroistiké) | αθροιστική (athroistikí) | αθροιστικό (athroistikó) | αθροιστικοί (athroistikoí) | αθροιστικές (athroistikés) | αθροιστικά (athroistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αθροιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αθροιστικός, etc.)