αθροιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αθροιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αθροιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αθροιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αθροιστικός you have here. The definition of the word αθροιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαθροιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αθροιστικός (athroistikósm (feminine αθροιστική, neuter αθροιστικό)

  1. (mathematics) summing, adding, accumulative, cumulative
    αθροιστική μηχανήathroistikí michaníadding machine

Declension

Declension of αθροιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αθροιστικός (athroistikós) αθροιστική (athroistikí) αθροιστικό (athroistikó) αθροιστικοί (athroistikoí) αθροιστικές (athroistikés) αθροιστικά (athroistiká)
genitive αθροιστικού (athroistikoú) αθροιστικής (athroistikís) αθροιστικού (athroistikoú) αθροιστικών (athroistikón) αθροιστικών (athroistikón) αθροιστικών (athroistikón)
accusative αθροιστικό (athroistikó) αθροιστική (athroistikí) αθροιστικό (athroistikó) αθροιστικούς (athroistikoús) αθροιστικές (athroistikés) αθροιστικά (athroistiká)
vocative αθροιστικέ (athroistiké) αθροιστική (athroistikí) αθροιστικό (athroistikó) αθροιστικοί (athroistikoí) αθροιστικές (athroistikés) αθροιστικά (athroistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αθροιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αθροιστικός, etc.)