From α- (a-) + θόρυβ(ος) (thóryv(os), “noise”) + suffix for adjectives -ος (-os). A calque of English noiseless.[1] Different sense ("unperturbed, not causing confusion") for the ancient ἀθόρυβος (athórubos) with the same morphology.
αθόρυβος • (athóryvos) m (feminine αθόρυβη, neuter αθόρυβο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθόρυβος • | αθόρυβη • | αθόρυβο • | αθόρυβοι • | αθόρυβες • | αθόρυβα • |
genitive | αθόρυβου • | αθόρυβης • | αθόρυβου • | αθόρυβων • | αθόρυβων • | αθόρυβων • |
accusative | αθόρυβο • | αθόρυβη • | αθόρυβο • | αθόρυβους • | αθόρυβες • | αθόρυβα • |
vocative | αθόρυβε • | αθόρυβη • | αθόρυβο • | αθόρυβοι • | αθόρυβες • | αθόρυβα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αθόρυβος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αθόρυβος, etc.) |