αιματηρός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αιματηρός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αιματηρός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αιματηρός in singular and plural. Everything you need to know about the word αιματηρός you have here. The definition of the word αιματηρός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαιματηρός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αιματηρός (aimatirósm (feminine αιματηρή, neuter αιματηρό)

  1. bloody (characterised by great bloodshed)
  2. strenuous, intense, painful
  3. bloody, containing blood
    αιματηρά ούραaimatirá oúrabloody urine

Declension

Declension of αιματηρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιματηρός (aimatirós) αιματηρή (aimatirí) αιματηρό (aimatiró) αιματηροί (aimatiroí) αιματηρές (aimatirés) αιματηρά (aimatirá)
genitive αιματηρού (aimatiroú) αιματηρής (aimatirís) αιματηρού (aimatiroú) αιματηρών (aimatirón) αιματηρών (aimatirón) αιματηρών (aimatirón)
accusative αιματηρό (aimatiró) αιματηρή (aimatirí) αιματηρό (aimatiró) αιματηρούς (aimatiroús) αιματηρές (aimatirés) αιματηρά (aimatirá)
vocative αιματηρέ (aimatiré) αιματηρή (aimatirí) αιματηρό (aimatiró) αιματηροί (aimatiroí) αιματηρές (aimatirés) αιματηρά (aimatirá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιματηρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιματηρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιματηρότερος (aimatiróteros) αιματηρότερη (aimatiróteri) αιματηρότερο (aimatirótero) αιματηρότεροι (aimatiróteroi) αιματηρότερες (aimatiróteres) αιματηρότερα (aimatirótera)
genitive αιματηρότερου (aimatiróterou) αιματηρότερης (aimatiróteris) αιματηρότερου (aimatiróterou) αιματηρότερων (aimatiróteron) αιματηρότερων (aimatiróteron) αιματηρότερων (aimatiróteron)
accusative αιματηρότερο (aimatirótero) αιματηρότερη (aimatiróteri) αιματηρότερο (aimatirótero) αιματηρότερους (aimatiróterous) αιματηρότερες (aimatiróteres) αιματηρότερα (aimatirótera)
vocative αιματηρότερε (aimatirótere) αιματηρότερη (aimatiróteri) αιματηρότερο (aimatirótero) αιματηρότεροι (aimatiróteroi) αιματηρότερες (aimatiróteres) αιματηρότερα (aimatirótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αιματηρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιματηρότατος (aimatirótatos) αιματηρότατη (aimatirótati) αιματηρότατο (aimatirótato) αιματηρότατοι (aimatirótatoi) αιματηρότατες (aimatirótates) αιματηρότατα (aimatirótata)
genitive αιματηρότατου (aimatirótatou) αιματηρότατης (aimatirótatis) αιματηρότατου (aimatirótatou) αιματηρότατων (aimatirótaton) αιματηρότατων (aimatirótaton) αιματηρότατων (aimatirótaton)
accusative αιματηρότατο (aimatirótato) αιματηρότατη (aimatirótati) αιματηρότατο (aimatirótato) αιματηρότατους (aimatirótatous) αιματηρότατες (aimatirótates) αιματηρότατα (aimatirótata)
vocative αιματηρότατε (aimatirótate) αιματηρότατη (aimatirótati) αιματηρότατο (aimatirótato) αιματηρότατοι (aimatirótatoi) αιματηρότατες (aimatirótates) αιματηρότατα (aimatirótata)