ακίνητος • (akínitos) m (feminine ακίνητη, neuter ακίνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακίνητος (akínitos) | ακίνητη (akíniti) | ακίνητο (akínito) | ακίνητοι (akínitoi) | ακίνητες (akínites) | ακίνητα (akínita) | |
genitive | ακίνητου (akínitou) | ακίνητης (akínitis) | ακίνητου (akínitou) | ακίνητων (akíniton) | ακίνητων (akíniton) | ακίνητων (akíniton) | |
accusative | ακίνητο (akínito) | ακίνητη (akíniti) | ακίνητο (akínito) | ακίνητους (akínitous) | ακίνητες (akínites) | ακίνητα (akínita) | |
vocative | ακίνητε (akínite) | ακίνητη (akíniti) | ακίνητο (akínito) | ακίνητοι (akínitoi) | ακίνητες (akínites) | ακίνητα (akínita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακίνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακίνητος, etc.)