Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ακινητοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ακινητοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ακινητοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
ακινητοποιώ you have here. The definition of the word
ακινητοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ακινητοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.ci.ni.to.piˈo/
- Hyphenation: α‧κι‧νη‧το‧ποι‧ώ
Verb
ακινητοποιώ • (akinitopoió) (past ακινητοποίησα, passive ακινητοποιούμαι, p‑past ακινητοποιήθηκα, ppp ακινητοποιημένος)
- to immobilise (UK), immobilize (US)
- to overpower
Conjugation
ακινητοποιώ, ακινητοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ακινητοποιώ
|
ακινητοποιήσω
|
ακινητοποιούμαι
|
ακινητοποιηθώ
|
2 sg
|
ακινητοποιείς
|
ακινητοποιήσεις
|
ακινητοποιείσαι
|
ακινητοποιηθείς
|
3 sg
|
ακινητοποιεί
|
ακινητοποιήσει
|
ακινητοποιείται
|
ακινητοποιηθεί
|
|
1 pl
|
ακινητοποιούμε
|
ακινητοποιήσουμε, [-ομε]
|
ακινητοποιούμαστε, ακινητοποιόμαστε
|
ακινητοποιηθούμε
|
2 pl
|
ακινητοποιείτε
|
ακινητοποιήσετε
|
ακινητοποιείστε, (ακινητοποιόσαστε)
|
ακινητοποιηθείτε
|
3 pl
|
ακινητοποιούν(ε)
|
ακινητοποιήσουν(ε)
|
ακινητοποιούνται
|
ακινητοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ακινητοποιούσα
|
ακινητοποίησα
|
ακινητοποιούμουν(α), ακινητοποιόμουν(α)
|
ακινητοποιήθηκα
|
2 sg
|
ακινητοποιούσες
|
ακινητοποίησες
|
[ακινητοποιούσουν(α)], ακινητοποιόσουν(α)
|
ακινητοποιήθηκες
|
3 sg
|
ακινητοποιούσε
|
ακινητοποίησε
|
ακινητοποιούνταν, ακινητοποιόταν(ε), {ακινητοποιείτο}
|
ακινητοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
ακινητοποιούσαμε
|
ακινητοποιήσαμε
|
ακινητοποιούμασταν, (‑ούμαστε), ακινητοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
ακινητοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
ακινητοποιούσατε
|
ακινητοποιήσατε
|
[ακινητοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], ακινητοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
ακινητοποιηθήκατε
|
3 pl
|
ακινητοποιούσαν(ε)
|
ακινητοποίησαν, ακινητοποιήσαν(ε)
|
ακινητοποιούνταν, ακινητοποιόνταν(ε), (ακινητοποιόντουσαν), {ακινητοποιούντο}
|
ακινητοποιήθηκαν, ακινητοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ακινητοποιώ ➤
|
θα ακινητοποιήσω ➤
|
θα ακινητοποιούμαι ➤
|
θα ακινητοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ακινητοποιείς, …
|
θα ακινητοποιήσεις, …
|
θα ακινητοποιείσαι, …
|
θα ακινητοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ακινητοποιήσει έχω, έχεις, … ακινητοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ακινητοποιηθεί είμαι, είσαι, … ακινητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ακινητοποιήσει είχα, είχες, … ακινητοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ακινητοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ακινητοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακινητοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
ακινητοποίησε
|
—
|
ακινητοποιήσου
|
2 pl
|
ακινητοποιείτε
|
ακινητοποιήστε
|
ακινητοποιείστε
|
ακινητοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ακινητοποιώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ακινητοποιήσει ➤
|
ακινητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ακινητοποιήσει
|
ακινητοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- see: ακίνητος (akínitos, “fixed, immobile”, adj)