Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀκατάσβεστος (akatásbestos) and semantic loan from French inextinguible.[1] From privative ἀ- (a-) + κατασβέννυμι (katasbénnumi, “extinguish completely”).
ακατάσβεστος • (akatásvestos) m (feminine ακατάσβεστη, neuter ακατάσβεστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάσβεστος • | ακατάσβεστη • | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστοι • | ακατάσβεστες • | ακατάσβεστα • |
genitive | ακατάσβεστου • | ακατάσβεστης • | ακατάσβεστου • | ακατάσβεστων • | ακατάσβεστων • | ακατάσβεστων • |
accusative | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστη • | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστους • | ακατάσβεστες • | ακατάσβεστα • |
vocative | ακατάσβεστε • | ακατάσβεστη • | ακατάσβεστο • | ακατάσβεστοι • | ακατάσβεστες • | ακατάσβεστα • |