άσβεστος • (ásvestos) m (feminine άσβεστη, neuter άσβεστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άσβεστος (ásvestos) | άσβεστη (ásvesti) | άσβεστο (ásvesto) | άσβεστοι (ásvestoi) | άσβεστες (ásvestes) | άσβεστα (ásvesta) | |
genitive | άσβεστου (ásvestou) | άσβεστης (ásvestis) | άσβεστου (ásvestou) | άσβεστων (ásveston) | άσβεστων (ásveston) | άσβεστων (ásveston) | |
accusative | άσβεστο (ásvesto) | άσβεστη (ásvesti) | άσβεστο (ásvesto) | άσβεστους (ásvestous) | άσβεστες (ásvestes) | άσβεστα (ásvesta) | |
vocative | άσβεστε (ásveste) | άσβεστη (ásvesti) | άσβεστο (ásvesto) | άσβεστοι (ásvestoi) | άσβεστες (ásvestes) | άσβεστα (ásvesta) |
άσβεστος • (ásvestos) f (uncountable)